φυτουργός

φυτουργός
-όν, ΜΑ, και φυτοεργός, -όν, Α
1. αυτός που καλλιεργεί και περιποιείται φυτά, ιδίως δένδρα κήπου
2. μτφ. πρωτουργός, δημιουργός («τῷ φυτουργῷ τῆς μάχης», Πισίδ. Γ.)
3. το αρσ. ως ουσ. ὁ φυτουργός
κηπουρός και κυρίως αμπελουργός
αρχ.
μτφ. (με ή χωρίς τη λ. πατήρ) γεννήτορας, πατέρας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φυτόν + -ουργός (< ἔργον), πρβλ. λιθ-ουργός].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • φυτουργός — tending plants masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φυτουργόν — φυτουργός tending plants masc/fem acc sg φυτουργός tending plants neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φυτουργοί — φυτουργός tending plants masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φυτουργούς — φυτουργός tending plants masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φυτουργέ — φυτουργός tending plants masc/fem voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φυτουργῷ — φυτουργός tending plants masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φυτουργώ — έω, ΜΑ [φυτουργός] καλλιεργώ και περιποιούμαι φυτά, είμαι φυτουργός* μσν. μτφ. εκκλ. φωτίζω με τη θεία χάρη («φυτουργεῑ τὴν καρδίαν», Πισίδ. Γ.) …   Dictionary of Greek

  • градарь — ГРАДАР|Ь (4*), А с. Садовник, огородник: нынѣ же са(д) градарь дѣлае(т). (φυτουργός) ГБ XIV, 82а; градарѩ ненавижю иже и с корениѥмъ зельѥ въстергиваеть. (κηπουρόν) Пч к. XIV, 46 об.; О градари. Аще не сѣеть въ времѩ зель˫а. покло(н). ·л҃· КВ к.… …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • έργο — (Φυσ.). Στη φυσική, μπορούμε να ορίσουμε το έ. μιας δύναμης αν ξεκινήσουμε από μια απλή περίπτωση, κατά την οποία ένα υλικό σώμα αμελητέων διαστάσεων, πάνω στο οποίο εφαρμόζεται μια σταθερή δύναμη, επιτελεί μια ευθύγραμμη μετατόπιση κατά μια… …   Dictionary of Greek

  • ευκήπευτος — εὐκήπευτος, ον (ΑΜ) αυτός που καλλιεργείται καλά («ὁ φυτουργὸς τῶν εὐκηπεύτων δένδρων», Κ. Μανασσ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + κηπευτός (< κηπεύω)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”